Combined Search
| 3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αζημίωτο [azimíoto] το,
- no prejudice to one's rights, advantage, compensation, profit, only in the set phr με το ~ without prejudice to one's rights, w. profit, advantageously:
- να κάμης τη δουλειά με το αζημίωτό σου |
- κάνω ένα καλό (μια χάρη) με το ~ |
- μου 'καμε μια εκδούλευση με το ~ |
- τον περιποιήθηκε με το ~ |
- προσφέρουν με το ~τις υπηρεσίες τους στον κόσμο (Psathas) |
- δογματίζει "εκ του ασφαλούς" και με το ~ (Papanoutsos)
[substantiv. n of αζημίωτος]
- no prejudice to one's rights, advantage, compensation, profit, only in the set phr με το ~ without prejudice to one's rights, w. profit, advantageously:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αζημίωτος -η -ο [azimíotos] Ε5 : που δε ζημιώθηκε. ANT ζημιωμένος: Δε βγήκε κι ~· κάτι έχασε κι αυτός. ΕΠIΡΡ ΦΡ με το αζημίωτο, χωρίς ζημιά, με κέρδος, με πληρωμή: Tου ζήτησα να με βοηθήσει, και μάλιστα με το αζημίωτο, αλλά αρνήθηκε.
[λόγ. < ελνστ. ἀζημίωτος `που δεν υπόκειται σε φόρο΄ κατά τη σημ. της λ. ζημιώνω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αζημίωτος, -η, -ο [azimíotos] (& αζήμιωτος)
- undamaged, having sustained no loss:
- βγήκε ~ απ' αυτήν την υπόθεση or επιχείρηση |
- αζήμιωτο χτήμα
[fr K ἀζημίωτος 'immune from penalties']
- undamaged, having sustained no loss:



