Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αζημίως
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
αζημίως, επίρρ.
  • Xωρίς τιμωρία:
    • (Eλλην. νόμ. 537).

[μτγν. επίρρ. αζημίως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες