Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αερόψυκτος -η -ο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αερόψυκτος -η -ο [aerópsiktos] Ε5 : (για μηχανή, κινητήρα κτλ.) που ψύχεται με τη βοήθεια αέρα.

[λόγ. αερο- + ψυκ- (ψύχω) -τος μτφρδ. αγγλ. air-cooled]

[Λεξικό Γεωργακά]
αερόψυκτος, -η, -ο [aerópsiktos] (L)
  • air-cooled:
    • αερόψυκτη μηχανή air-cooled engine |
    • ~ μετασχηματιστής air-cooled transformer |
    • car~ κινητήρας air-cooled engine |
    • αερόψυκτο κομπρεσέρ air-cooled compressor

[cpd w. ψυκτός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go