Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αεροταξί το [aerotaksí] Ο (άκλ.) : μικρό αεροπλάνο για σύντομες διαδρομές: Aρκετά μικρά νησιά του Aιγαίου εξυπηρετούνται και με ~.
[λόγ. αερο- + ταξί μτφρδ. αγγλ. air taxi]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αεροταξί [aerotaksí] το,
- air taxi, shuttle plane
[cpd w. ταξί]



