Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αεροπόρος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αεροπόρος ο [aeropóros] Ο18 θηλ. αεροπόρος [aeropóros] Ο35 & (προφ.) αεροπορίνα [aeroporína] Ο26 : ο στρατιώτης ή ο αξιωματικός που υπηρετεί στην (πολεμική) αεροπορία.

[λόγ. < αρχ. ἀεροπόρος `που διασχίζει τον αέρα΄ (για ζώα) με βάση τη λ. αεροπλάνο· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· αεροπόρ(ος) -ίνα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αεροπόρος1 [aeropóros] ο, η,
  • ① aviat airman, flyer, aviator, aviatrix:
    • πεπειραμένος ~ experienced flyer
  • ② milit (air force) crewman or officer, air man or woman

[fr AG ἀεροπόρος adj 'traversing the air']

[Λεξικό Γεωργακά]
αεροπόρος2, -ος [aeropóros] adj παρατηρητής ~ air observer
:
  • μια ποίηση γεμάτη εικόνες ... πολλές ιδέες και πολλή προσγείωση, ο ~ στοχασμός συντρίβεται πάνου στις Άνδεις (Panagiotop).
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες