Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αεροπειρατεία
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αεροπειρατεία η [aeropiratía] Ο25 : βίαιη και παράνομη κατάληψη αεροπλάνου που βρίσκεται σε πτήση ή σε λειτουργία, που γίνεται για την ικανοποίηση κάποιου αιτήματος: Tα κράτη της Ευρώπης υπέγραψαν συμφωνία για την από κοινού αντιμετώπιση της αεροπειρατείας.

[λόγ. αερο- + πειρατεία μτφρδ. αγγλ. air piracy]

[Λεξικό Γεωργακά]
αεροπειρατεία [aeropiratía] η,
  • air piracy

[cpd w. πειρατεία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go