Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αεροπειρατής
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αεροπειρατής ο [aeropiratís] Ο7 θηλ. αεροπειρατίνα [aeropiratína] Ο26 : αυτός που κάνει αεροπειρατεία: Οι αεροπειρατές ζητούν την απελευθέρωση πολιτικών κρατουμένων και λύτρα.

[λόγ. αερο- + πειρατής μτφρδ. αγγλ. air pirate· αεροπειρατ(ής) -ίνα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αεροπειρατής [aeropiratís] ο,
  • pirate on an aircraft, air pirate

[cpd w. πειρατής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go