Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αεροπανό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αεροπανό το [aeropanó] Ο (άκλ.) : μεγάλο πανό αναρτημένο μεταξύ δύο υψηλών στύλων σε δημόσιο χώρο (δρόμο, πλατεία): Διαφημιστικά / προεκλογικά ~.

[λόγ. αερο- + πανό]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες