Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αεροναύτης
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αεροναύτης ο [aeronáftis] Ο10 : το μέλος του πληρώματος ή και ο επιβάτης αερόστατου ή αερόπλοιου: Οι πρώτοι αεροναύτες πέταξαν στα 1783 πάνω από το Παρίσι.

[λόγ. < γαλλ. aéronaute < aéro- = αερο- + αρχ. ναύτης]

[Λεξικό Γεωργακά]
αεροναύτης [aeronáftis] ο, aviat
  • aeronaut
  • ① aviator:
    • poem ~ μυθικός δεν έφτασε σε πιο ανέφελο στερέωμα (Drivas)
  • ⓐ balloonist
  • ② fig explorer:
    • ακαταπόνητος "~ του στοχασμού" συγκόμισε πείρες από τους πιο διαφορετικούς φιλοσοφικούς χώρους (Panagiotop)

[cpd w. ναύτης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go