Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αερολιμένας
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αερολιμένας ο [aeroliménas] Ο2 : αεροδρόμιο που διαθέτει και εγκαταστάσεις για τη συντήρηση και φύλαξη αεροπλάνων: Ο Διεθνής ~ του Ελληνικού. || (σπάν.) χώρος για την προσθαλάσσωση και αποθαλάσσωση υδροπλάνων.

[λόγ. αερο- + λιμήν > λιμένας μτφρδ. γαλλ. aéroport (aéro- = αερο-)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αερολιμένας [aeroliménas] ο, (& L αερολιμήν)
  • airport (syn αεροδρόμιο):
    • εμπορικός ~ commercial airport |
    • ~ ελικοπτέρων heli(copter air)port
  • ⓐ flying field, airfield, airdrome

[cpd w. λιμήν]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go