Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αεροδρόμιο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αεροδρόμιο το [aeroδrómio] Ο40 : χώρος κατάλληλος για την προσγείωση και την απογείωση αεροπλάνων· αερολιμένας: Πολιτικό / στρατιωτικό / διεθνές ~. Yπηρεσία αεροδρομίου. Οι εγκαταστάσεις του αεροδρομίου.

[λόγ. < γαλλ. aérodrome < aéro- = αερο- + αρχ. δρόμ(ος) -ιον]

[Λεξικό Γεωργακά]
αεροδρόμιο [aero∂rómio] το,
  • ① airport, airdrome (syn αερολιμένας)
  • ② landing field, flying field, airfield, airdrome, (Br) aerodrome:
    • ~επιχειρήσεων operational airdrome |
    • ~βάσεως base airdrome |
    • ~επιβιβάσεως αεραγημάτων marshaling airfield |
    • ~εφοδιασμού supply airfield

[n of adj *αεροδρόμιος like ιππο-, σφαιρο-, πεζο-δρόμιον; cf K ἀερόδρομος 'traversing the air' & MG αεροδρόμον ζώον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες