Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αεροβόλος -ος -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αεροβόλος, -ος, -ο [aerovólos]
  • expelling by means of compressed air:
    • αεροβόλο όπλο air rifle or gun |
    • αεροβόλα ψαροντούφεκα air guns for fishing.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες