Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αεριωθούμενο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αεριωθούμενο το [aerioθúmeno] Ο41 : αεροπλάνο που κινείται με την εκτόξευση αερίων· τζετ: Δικινητήριο ~. || (ως επίθ.): ~ αεροπλάνο.

[λόγ. αερι(ο)- + ωθούμενον ουσιαστικοπ. ουδ. της μπε. του ωθώ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αεριωθούμενο [aerioθúmeno] το, (& αεριοωθούμενο) aviat
  • jet-propelled aircraft, jet (syn αεριοπροωθούμενο):
    • το ~ της γραμμής jetliner |
    • η κακοκαιρία εμποδίζει το ~να ξεκινήση |
    • η σχεδόν κάθετη απογείωση των αεριωθουμένων είναι λιγότερο ενοχλητική

[fr αεριωθούμενον αεροσκάφος; s. αεριωθούμενος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αεριωθούμενος, -η, -ο [aerioθúmenos] (& αεριοωθούμενος)
  • jet-propelled (syn αεριοπροωθούμενος):
    • αεριωθούμενο αεροσκάφος jet aircraft |
    • αεριωθούμενο αεροπλάνο jet plane, jet (syn αεριοπροωθούμενο αεροσκάφος)

[cpd w. prpp ωθούμενος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες