Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αερισμός
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αερισμός ο [aerizmós] Ο17 : η διαδικασία του αερίζω, η ανανέωση του αέρα κλειστού χώρου· εξαερισμός: Tεχνητός ~. Ο ~ μιας αίθουσας. Σύστημα αερισμού. Ο ~ των στοών ενός ανθρακωρυχείου.

[λόγ. αερισ- (αερίζω) -μός μτφρδ. γαλλ. aération]

[Λεξικό Γεωργακά]
αερισμός [aerizmós] ο, (L)
  • exposing sth to the air, airing, aeration, ventilation (syn in αέρισμα):
    • σύστημα αερισμού ventilation system |
    • κανόνες αερισμού ventilation rules |
    • ~ σιταριού, εδάφους κλ aeration |
    • industry τεχνητός ~ artificial draught |
    • ~τηςαίθουσας |
    • το θέατρο έχει καλόν αερισμό |
    • οπή αερισμού breathing hole |
    • θυρίδα αερισμού air port |
    • min στοά αερισμού intake airway ο ~ του ορυχείου είναι τέλειος |
    • (δεν έδειξε) τον παραμικρό δισταγμό για την καθαριότητα και τον αερισμό του κελιού (Drosinis) |
    • ο σκηνικός ... χώρος χρειαζόταν αερισμό (Terzakis)

[der of αερίζω 'air, aerate', der of ἀήρ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go