Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αεραντλία η [aerandlía] Ο25 : (γενικότ.) συσκευή που χρησιμεύει για την πύκνωση ή για την αραίωση του αέρα που περιέχεται σε κλειστό χώρο.
[λόγ. αερ(ο)- + αντλία μτφρδ. γαλλ. pompe à air]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αεραντλία [aerandlía] η,
- air-pump:
- πάνω στο τραπέζι της αεραντλίας η πελώρια εικόνα του Φώσκολου σε χρυσή κορνίζα (Xenop) |
- ηρωικές μορφές δεν μπορεί να εννοηθούν χωρίς περιβάλλον, ... όπως δεν μπορεί να εννοηθή ζωή μέσα στον άδειο κώδωνα της αεραντλίας (Melas)
[cpd w. αντλία]
- air-pump:



