Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αεράκι
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αεράκι [aeráci] το, (& αγεράκι)
  • light or soft wind, breeze (syn αέρι 1, αύρα) ; naut baby squall; zephyr (syn μαϊστράλι):
    • το πρωινό ~ the morning breeze |
    • απογευματινό ~or ~του απομεσήμερου |
    • βραδινό ~ |
    • φυσά or πνέει (ένα) δροσερό ~ |
    • λεπτό ~ ανεμίζει τα μαλλιά του |
    • σιγαλό ~ |
    • τσουχτερό ~ |
    • μουσική που τη φέρνει το ~music wafted on the breeze |
    • τι γλυκό ~! |
    • ελαφρό (ανάλαφρο, απαλό) ~ |
    • ~από στεριάς or από πελάγου |
    • αγεράκι του βουνού (Valaor) |
    • ένα αγεράκι φύσηξε απ' το βουνό και δροσιστήκαμε |
    • απολαμβάνουμε ~ θαλασσινό |
    • ανοιξιάτικο, φθινοπωρινό ~ |
    • έβαλε (σήκωσε) ~a breeze blew |
    • προς τα χαράματα έπαιρνε το ανάλαφρο ~The term abundant in prose, poet & lit |
    • θα του λούση το πρόσωπό του το αγεράκι της χαράς (Psichari) |
    • το μαγιάτικο ~ του Bοσπόρου φτάνει ψηλά ως το δρόμο του Tαξιμιού (DOikonomidis) |
    • (το ποίημα) το διαπνέει ~δημοτικής ποίησης a breeze of folk poetry blows through it |
    • folks. φυσά αγεράκι στο γιαλό κι ο κάμπος ανασαίνει |
    • poem ωσάν γλυκόπνοο | δροσάτο ~ |...| κειο το παιδάκι | την ύστερη έβγαλε | αναπνοή (Solom) |
    • και τ' αγεράκι του γιαλού μαζώνει τα φτερά του (Palam) |
    • κ' ένα ~μαλακό | το κύμα χαρακώνει (Zalokostas) |
    • φύσα, ~απόκοσμο, που σε πολυπροσμένω (Nirvanas) |
    • τα πανιά του φουσκώνουν στο πρίμο ~(Papantoniou) |
    • ήχος μακρινός μας συνεπαίρνει, | δροσοβόλο το ~ που ευωδά (Malakasis) |
    • ... αγεράκι | φυσάει πεθυμητό, γλυκόπνοο | μέσ' το βραδάκι (Skipis)

[fr postmed αεράκι, dimin of αέρας; form αγε- also LMG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες