Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αεράγημα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αεράγημα το [aerájima] Ο49 : μικρό στρατιωτικό τμήμα, άγημα, που μεταφέρεται με αεροπορικά μέσα: ~ αλεξιπτωτιστών.

[λόγ. αερ(ο)- + άγημα μτφρδ. γαλλ. troupe aéroportée]

[Λεξικό Γεωργακά]
αεράγημα [aeráyima] το, usu pl αεραγήματα τα, (L)
  • airborne troops (syn αεροκίνητα στρατεύματα):
    • άμυνα εναντίον αεραγημάτων

[cpd of αέρ- (αήρ) & άγημα, q.v.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go