Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αδυσώπητα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αδυσώπητα [a∂isópita] adv (L)
  • relentlessly, implacably, inexorably (syn άκαμπτα, αμείλικτα, άτεγκτα, σκληρά):
    • τον καταδιώκουν, κυνηγούν ~ |
    • οι πόλεις βομβαρδίζονται ~ |
    • αποφάσισαν ν' αντιδράσουν ~μεόλα τα μέσα |
    • η κριτική ~τουςπαραμερίζει |
    • το σάρωμα των ψευτοαξιών ... συνεχίστηκε ~(Melas) |
    • οι μαθητές του ~ συνεπείς στη μέθοδό του (Papanoutsos) |
    • μαστίγωσε ~... και πάπες και άρχοντες (Papatsonis) |
    • η ιστορική κίνηση ... τραβάει μοιραία και ~σ' ένα τέλος (Theodoridis)

[der of αδυσώπητος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go