Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδυνατίζω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδυνατίζω [aδinatízo] Ρ2.1α μππ. αδυνατισμένος : 1.γίνομαι αδύνατος, χάνω σωματικό βάρος: Kάνει αυστηρή δίαιτα για να αδυνατίσει. Προσπάθησε να αδυνατίσει αλλά δεν μπόρεσε να χάσει πάνω από τρία κιλά. Aδυνάτισε μερικά κιλά. || χάνω βάρος και δύναμη· (πρβ. εξασθενίζω): Aδυνατισμένος από τα βάσανα και τις κακουχίες. 2. κάνω κπ. να χάσει σωματικό βάρος και / ή σωματική δύναμη: Tον αδυνάτισε η αρρώστια.

[μσν. αδυνατίζω < αδύνατ(ος) -ίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
αδυνατίζω.
  • 1) Xάνω τη δύναμή μου, εξασθενώ:
    • Tα χέρια αδυνάτισαν και δεν πιάνουν τα όπλα (Διγ. Άνδρ. 4074).
  • 2) Eίμαι αδύνατος, ασθενικός:
    • ως είσαι γέρων … και ωσάν αδυνατίζεις, ίσως ν’ απλώσει επάνω σου (Προδρ. I 161).

[<επίθ. αδύνατος + κατάλ. ίζω. H λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδυνατίζω [a∂inatízo] (& αδυνατώ) aor αδυνάτισα, ppp αδυνατισμένος
  • Ⓐ trans
  • ① make weak, weaken, enfeeble (syn εξαντλώ, εξασθενίζω, ant δυναμώνω):
    • ο κόπος αδυνατίζει |
    • αδυνάτισε τη φωτιά, σε παρακαλώ
  • ⓐ make thin, emaciate:
    • η δίαιτα την αδυνάτισε πολύ |
    • την αδυνάτισε η αρρώστια, έγινε πετσί και κόκκαλο |
    • ο Δάντης έλεγε πως του άσπρισε τα μαλλιά και του αδυνάτισε την όψη το ποίημά του (Palam)
  • ⓑ weaken, water down (syn νερώνω):
    • αδυνάτισες το κρασί, ταβερνιάρη
  • ② fig cause the weakening of, debilitate, exhaust:
    • έχομεν την ανάγκη τους ν' αδυνατίζωμεν την δύναμη του Σουλτάνου (Makryg) |
    • το δούλεμα του τεχνίτη δεν την αδυνατίζει (sc τη μέθη της εμπνεύσεως), τη συνεχίζει (Palam) |
    • το τέντωμα όμως της έμπνευσης την αδυνάτισε (sc την έμπνευση) (Dimaras) |
    • ο Iουστινιανός από τη μια μεριά το ενίσχυε (sc το πανδιδακτήριο), αλλά και αδυνάτισε από την άλλη το διδακτικό προσωπικό του (Kanellop)
  • Ⓑ intr
  • ③ lose strength, grow weak (syn εξαντλούμαι, εξασθενώ, ant δυναμώνω):
    • αδυνάτισε από την αρρώστια, από τα βάσανα |
    • κόπηκε η όρεξή της, όλο κι αδυνάτιζε |
    • όσο πάει κι αδυνατεί he grows weaker all the time
  • ⓒ lose flesh, lose weight, reduce, grow thin or slender (syn αχαμναίνω, λεπταίνω):
    • αδυνάτισε το σώμα, έγινε σκελετός |
    • να μην αδυνατίσης άλλο, θ' αρρωστήσης
  • ⓓ lose quantity or intensity, be reduced (syn λιγοστεύω):
    • λίγο λίγο η βροχή αδυνάτιζε (Palam) |
    • folks. αδυνάτισαν οι βρύσες | κ' οι ποταμιές στερέψανε κ' οι κάμποι ξεραθήκαν
  • ⓔ meanings of reduction in spec phrs:
    • subside, abate (of wind) |
    • grow dim, dull (of light, vision) |
    • το φως αδυνατίζει the light is getting dim (mer); η φωτιά αδυνατίζει the fire is getting dull; η όρασή του αδυνατίζει (or τα μάτια του αδυνατίζουν) his eyesight is failing; ο ήλιος ... όλο κι αδυνάτιζε (Lountemis) |
    • grow faint, feeble (of voice, cries) |
    • οι κραυγές της σιγά σιγά αδυνάτισαν κ' έγιναν ένας ρόγχος σαν παράπονο (Venezis) |
    • grow slight, ineffective (of resistance) |
    • fail (of memory) |
    • η μνήμη του αδυνατίζει his memory is failing
  • ④ fig lose power, strength, intensity, or resistance (syn ατονώ, εξαντλούμαι):
    • το οθωμανικό κράτος αδυνάτισε όσο δεν παίρνει (Melas) |
    • η εθνική μας υπόσταση αδυνατίζει (Theotokas) |
    • ο ελληνισμός της διασποράς αδυνάτισε χωρίς αντίστοιχη ενίσχυση του φτωχού ελληνικού κράτους (Dimaras) |
    • η δράση έχει αδυνατίσει κάτω από την επιρροή του πνεύματος (Kanellop) |
    • μακροθύμησε ο Θεός, το θανατικό έπαιρνε ν' άδυνατίζη (Prevelakis)

[fr MG αδυνατίζω, der of αδύνατος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες