Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδρανής
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
αδρανής, επίθ.
  • Άνανδρος:
    • το δε πατάσσειν πτώματα τοις αδρανέσι πέλει (Διγ. Gr. 2602).

[μτγν. επίθ. αδρανής. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδρανής -ής -ές [aδranís] Ε10 : 1.(για άνθρ. κτλ.) που βρίσκεται σε κατάσταση αδράνειας, που δεν ενεργεί ή δεν αντιδρά: Ο λαός παρακολουθούσε παθητικός και ~ τις πολιτικές εξελίξεις. Ο Θεός είναι η ίδια η ενεργητικότητα· δεν ήταν ποτέ ~, ήταν πάντα δημιουργός. Πνεύμα παθητικό ή τουλάχιστον αδρανές. 2. (για υλικά σώματα) που δεν μπορεί να αλλάξει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται, χωρίς εξωτερική επίδραση: ~ όγκος / μάζα. || (φυσ.): Aδρανές στοιχείο. Aδρανή αέρια, τα ευγενή. ~ σίδηρος, που τον επεξεργαζόμαστε δύσκολα.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀδρανής· 2: σημδ. γαλλ. inerte ή γερμ. träge]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδρανής, -ής, -ές [a∂ranís] (L)
  • ① not moving (syn ακίνητος):
    • ~ όγκος |
    • μάζα ~ |
    • σωριάστηκε καταγής και έμεινε σαν ένας ~ όγκος
  • ② inactive, inert, idle, lazy, slack, sluggish (syn αργός, νωθρός, οκνός):
    • αδρανές πλάσμα |
    • ~ λαός, άνθρωπος, θεατής |
    • αδρανή αέρια inert gases |
    • αδρανές στοιχείο inert cell |
    • ~ βολίδα inert bullet |
    • milit αδρανές βλήμα inert projectile |
    • banking~ κατάθεση dormant balance |
    • ύλη ~ και νεκρή |
    • (οι κοινότητες) παρακολουθούσαν, παθητικές και αδρανείς, την εξέλιξη των διεθνών περιστατικών (Melas) |
    • (ο υπαρξισμός) είναι μια ~ παραδοχή της ύπαρξης σαν αντικείμενου μόνο (Karantonis) |
    • με το συνειρμό υπονοεί πως το πνεύμα είναι παθητικό ή ότι τουλάχιστον αδρανές (Moustoxydis) |
    • ο θεός ... είναι η ίδια η ενεργητικότητα· δεν ήταν ποτέ ~, ήταν από πάντα δημιουργός (Tatakis) |
    • η Φύση ... θέλει τον άνθρωπο ικανό να πετάη από πάνω τη μαλθακότητα και την αδρανή επάρκεια και να ορμάη στην εργασία και στις δυσκολίες (Papanoutsos)

[fr K ἀδρανής, cpd w. δραν- of δραίνω = δράω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες