Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδράχνω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδράχνω [aδráxno] Ρ αόρ. άδραξα, απαρέμφ. αδράξει & δράχνω [δráxno] Ρ αόρ. έδραξα, απαρέμφ. δράξει : 1.(λαϊκότρ.) πιάνω ή παίρνω κτ. με βία και δύναμη· αρπάζω: Xυμά πάνω του και τον αδράχνει απ΄ το λαιμό. Άδραξε το σπαθί κι όρμησε στον εχθρό. Πηδούν στη βάρκα, αδράχνουν τα κουπιά και κωπηλατούν με δύναμη. Σκύβω, ~ μια πέτρα και την πετώ με δύναμη. Mου άδραξε το γράμμα μέσ΄ από τα χέρια. 2. (μτφ.) α. αρπάζω: ~ την ευκαιρία. β. αρπάζομαι, πιάνομαι: Aγωνιζόταν ν΄ αδραχτεί απ΄ τη ζωή. 3. (λογοτ.) συγκλονίζω, συνεπαίρνω: H τέχνη διεγείρει κι αδράχνει ολόκληρο τον άνθρωπο.

[μσν. δράχνω και με ανάπτ. προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με τα ρηματ. μόρια να, θα και ανασυλλ. [na-δr > naδr > n-aδr] < ελνστ. δράσσω (αρχ. δράσσομαι) μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. δραξ- κατά το σχ.: δειξ- (έδειξα) - δείχνω]

[Λεξικό Κριαρά]
αδράχνω,
βλ. δράσσω ‑ττω.
[Λεξικό Γεωργακά]
αδράχνω [a∂ráxno] (region. & poet δράχνω, αδράζω, δράζω & dial αδράχτω) aor άδραξα & έδραξα, mediop αδράχνομαι & αδράζομαι, aor αδράχτηκα, ppp αδραγμένος
  • ① take hold of, seize and hold, grasp (syn αρπάζω, γραπώνω, πιάνω με βία):
    • άδραξε το μαχαίρι, το σπαθί, το τουφέκι, τα κουπιά |
    • ~ το θύμα |
    • τον άδραξα απ' τα μαλλιά, από τους ώμους |
    • την ~ από το λαιμό, από το χέρι (το μπράτσο) |
    • άδραξε τον τράγο από τα κέρατα |
    • μου άδραξε και μου κούνησε τον ώμο |
    • folks. δέκα μπαϊράκια δράξανε και το μπαϊραχτάρη (DPetrop) δεν είμαι φίδι να την πιω, αϊτός να την αδράξω (Passow) |
    • poem έτσι κ' οι Γίγαντες βουνά στα χέρια τους αδράχνουν (Palam) |
    • κι άδραξε και κατάλυσε και σκλάβο τον εσέρνει (id.) |
    • τη δύναμή μου σαν προσκύνησα, | πράχνω κι ~ την καμπάνα (Skipis)
  • ② mediop αδράχνομαι cling:
    • προσπαθούσε ν' αδραχτή στη ζωή, έπαιρνε δυναμωτικά (Nikolaidis)
  • ③ get hold of, hold, clutch (syn συλλαμβάνω):
    • τον άδραξε ο πόθος |
    • μας άδραξεη παγωνιά |
    • τον αδράχνει η σύγχυση κ' η ανία στα σιδερένια αρπάγια της (Panagiotop) |
    • η τέχνη ... διεγείρει κι αδράχνει ... ολόκληρο τον άνθρωπο (Papanoutsos) |
    • αδράζει την καυτερή ουσία της ζωής (Melas) |
    • poem μ' άδραχνεν όλη την ψυχή και νά 'μπη δεν ημπόρει (Solom) |
    • και τον βαστά | και τη θέληση του αδράχτει (id.) |
    • ... δράξε βούληση, | σηκώσου στα τετράψηλα, | για να σε ξαναπλάση (Sikel)
  • ⓐ stir up, excite, thrill (syn συγκλονίζω, συνεπαίρνω):
    • ήταν κάτι πολύ έντονο, που με άδραχνε βαθιά μέσα μου (Theotokas) |
    • συναισθήματα ισχυρά (αψιθυμίες) ... αδράχνουν σώμα και ψυχή μαζί και συγκλονίζουν τον άνθρωπο (Papanoutsos) |
    • μας αδράχνει θαυμαστή κι ανερμήνευτη η γοητεία της οργανωμένης, της πειθαρχημένης νόησης (Panagiotop)
  • ④ get hold of mentally, comprehend, grasp (syn εννοώ, καταλαβαίνω, νοιώθω):
    • έχομε αδράξει τον πυρήνα των ιδεών της αρχαίας σκέψης |
    • (ο ποιητής) ό,τι έχουν μέσα των το αδράχνει, το πλάττει, το εξωτερικεύει και το αποκαλύπτει (Palam) |
    • αδράχτω τη διάκριση ύλης και ιδέας (Papatsonis) |
    • πονάς, γιατί στα πράγματα ποθείς να αδράξης την ιδέα και ο πόθος αυτός είναι απραγματοποίητος (Tsatsos) |
    • αδράχνουν (το νόημα), το εγγίζουν, το κάνουν δικό τους (Papanoutsos)

[fr MG δράσσω ← AG δράττομαι; cf act verbs ἀσπάζω, δέχω, ἐργάζω, κτῶ etc for mi verbs ἀσπάζομαι etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες