Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αδολεσχία
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αδολεσχία [a∂oles] η, (L)
  • ① talkativeness, garrulousness, chattering:
    • της Bενετιάς απομεινάρια είναι κ' η φιλοπεριέργεια έντονη πολύ στην Eπτάνησο και τα επακόλουθά της, η ~ που κρατεί άγρυπνα τα προσωπικά πάθη (Papantoniou)
  • ② idle talk:
    • η ιδέα αυτή (θα ήταν δυνατόν) να γίνη πρόσχημα και πρόφαση για να δικαιολογούν οι αχαλίνωτοι τις αδολεσχίες τους (Papanoutsos)

[fr K, AG ἀδολεσχία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go