Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδικών
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αδικών [a∂ikón] ο, (L)
  • one doing injustice:
    • υπάρχουν περιπτώσεις όπου η εντιμότητα απέναντι στον αδικούντα σε κάνει συνεργό του (Papanoutsos) |
    • (ο άνθρωπος) κατάφερε να βάλη τον αδικούντα αντιμέτωπο... προς το απρόσωπο... κοινωνικό σύνολο (id.)

[fr kath prp of αδικώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες