Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αδικοσταυρωμένος
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
αδικοσταυρωμένος, μτχ. επίθ.
  • (Προκ. για το Χριστό) που σταυρώθηκε άδικα:
    • Zει ή απόθανε ο αδικοσταυρωμένος; (Nτελλαπ., Στ. θρην. 466).

[<επίρρ. άδικα + μτχ. παρκ. του σταυρώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go