Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδιεκπεραίωτος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδιεκπεραίωτος -η -ο [aδiekperéotos] Ε5 : που δεν έχει διεκπεραιωθεί: Aδιεκπεραίωτη υπόθεση / αλληλογραφία. Aδιεκπεραίωτο έγγραφο. αδιεκπεραίωτα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. α- 1 διεκπεραιω- (δες διεκπεραιώνω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδιεκπεραίωτος, -η, -ο [a∂iekperéotos] bureaucr
  • ① having not reached or not brought to the end of procedure, not finished
  • ② state & private office not registered in the special registration book (βιβλίο διεκπεραιώσεως) of the forwarding office:
    • το έγγραφο είναι αδιεκπεραίωτο

[cpd w. *διεκπεραιωτός: K διεκπεραιῶ 'go across']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες