Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδιασκέδαστος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδιασκέδαστος 1 -η -ο [aδiaskéδastos] Ε5 : κυρίως για ζωή που έχει περάσει χωρίς διασκέδαση.

[λόγ. < ελνστ. ἀδιασκέδαστος `που δε διασκορπίστηκε΄ κατά τη σημ. του διασκεδάζωI]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδιασκέδαστος 2 -η -ο : (λόγ.) για υποψίες, υπόνοιες κτλ. που δεν έχουν διαλυθεί, δεν έχουν διασκορπιστεί: Aδιασκέδαστες συκοφαντίες.

[λόγ. < ελνστ. ἀδιασκέδαστος `που δε διασκορπίστηκε΄ κατά τη σημ. του διασκεδάζωII]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδιασκέδαστος, -η, -ο [a∂iascé∂astos]
  • w. no entertainment, amusement, or fun:
    • η ζωή του πέρασε αδιασκέδαστη |
    • αδιασκέδαστες γιορτές joyless holidays |
    • αδιασκέδαστη είναι η συντροφιά του his company provides no fun |
    • έμνησκε αδιασκέδαστη κι απαρηγόρητη (Psichari)

[fr MG αδιασκέδαστος, cpd w. K, PatrG διασκεδαστός (2nd c. AD): K διασκεδάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες