Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδιασάλευτος -η -ο [aδiasáleftos] Ε5 : που δεν έχει διασαλευτεί ή που δεν μπορεί να διασαλευτεί· ακλόνητος, σταθερός: Aδιασάλευτη φιλία / πίστη / ειρήνη. Aδιασάλευτη κοινωνική γαλήνη.
αδιασάλευτα ΕΠIΡΡ. [λόγ. α- 1 διασαλεύ(ω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδιασάλευτος, -η, -ο [a∂iasáleftos]
- ① undisturbed, unagitated (syn αδιατάρακτος, ant διασαλευμένος):
- η τάξη παρέμεινε αδιασάλευτη |
- η ασφάλεια της υπαίθρου είναι αδιασάλευτη
- ② indisputable, unshakable, solid (syn αδιαφιλονίκητος, αδιάσειστος, σταθερός):
- αδιασάλευτα τεκμήρια indisputable bits of evidence |
- αδιασάλευτη φιλία unshakable friendship |
- θα παραμείνη η αρχαία τέχνη αδιασάλευτη, γιατί θα εκφράζη με απαράμιλλην ενάργεια μιαν εποχή και τα αισθήματα των ανθρώπων της (Chourmouzios)
[cpd w. *διασαλευτός: K διασαλεύω]
- ① undisturbed, unagitated (syn αδιατάρακτος, ant διασαλευμένος):



