Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδιαπραγμάτευτος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδιαπραγμάτευτος -η -ο [aδiapraγmáteftos] Ε5 : I.για τον οποίο δεν έγιναν διαπραγματεύσεις: Aδιαπραγμάτευτοι όροι συνθήκης / σύμβασης / αγοραπωλησίας. || για τον οποίο αρνείται κανείς οποιαδήποτε διαπραγμάτευση: Tα εθνικά σύνορα είναι αδιαπραγμάτευτα. II. για θέμα, ζήτημα κτλ. για το οποίο δεν έγινε καμία διαπραγμάτευση, το οποίο δεν αναλύθηκε, δεν εξετάστηκε προφορικά ή γραπτά: Aδιαπραγμάτευτο πρόβλημα. αδιαπραγμάτευτα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. α- 1 διαπραγματεύ(ομαι) -τος μτφρδ. αγγλ. unnegotiated]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδιαπραγμάτευτος, -η, -ο [a∂iapraγmáteftos]
  • ① not negotiated, unnegotiated:
    • αδιαπραγμάτευτη σύμβαση unnegotiated contract
  • ② not treated, not dealt w. thoroughly, unstudied (syn αμελέτητος, ανεξέταστος):
    • πρέπει να διαπραγματευθής στη μελέτη σου αδιαπραγμάτευτο θέμα

[cpd w. *διαπραγματευτός: διαπραγματεύομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες