Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αδιαθετώ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδιαθετώ [aδiaθetó] Ρ10.9α : παθαίνω αδιαθεσία: Tα μικρά παιδιά αδιαθετούν συχνά. || για γυναίκα, όταν της παρουσιάζεται η περίοδος.

[λόγ. αδιάθετ(ος) 1]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδιαθετώ [a∂iaθetó] ipf αδιαθετούσα, aor αδιαθέτησα (L)
  • become unwell, indisposed (syn έχω αδιαθεσία):
    • αδιαθέτησα και δεν πήγα στη δουλειά μου |
    • εύκολα ~ εγώ, μα δύσκολα αρρωσταίνω, είμαι σκυλοπέτσι (Xenop) |
    • μη με παρεξηγήσης, αδιαθέτησα ξαφνικά, πρέπει να φύγω (id.)

[der of αδιάθετος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go