Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδιαβατικός -ή -ό [aδiavatikós] Ε1 : (φυσ.) που δε δέχεται και δε μεταβιβάζει τη θερμότητα. || (ειδικότ.) που αναφέρεται στις μεταβολές που παρουσιάζονται σε ένα σύστημα σωμάτων, στα οποία δε γίνεται ανταλλαγή θερμότητας με το περιβάλλον τους: Aδιαβατικό φαινόμενο. Aδιαβατική ψύξη / θέρμανση.
[λόγ. < γαλλ. adiabatique < αρχ. ἀδιάβατ(ος) -ique = -ικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδιαβατικός, -ή, -ό [a∂iavatikós] techn t.
- without transmitting of heat, adiabatic:
- αδιαβατική θερμική πτώση adiabatic heat drop |
- αδιαβατική καμπύλη adiabatic curve |
- αδιαβατική εξίσωση adiabatic equation |
- ~ νόμος (των αερίων) adiabatic law |
- αδιαβατική εκτόνωση adiabatic expansion
[der of αδιάβατος w. suff -ικός]
- without transmitting of heat, adiabatic:



