Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αδιαίρετα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αδιαίρετα [a∂iéreta] adv
  • indivisibly, jointly:
    • έτεινε ολόκληρος... ~ προς την ενότητα και την ελευθερία (Karantonis) |
    • η φιλοσοφία μελετά το ψυχολογικό γεγονός της συνείδησης, την θεωρεί ολόκληρη ~ (Tsatsos) |
    • για να παραχθή η ηθική πράξη... πρέπει να συμπράξουν ~ όλες οι ψυχικές δυνάμεις (Papanoutsos) |
    • βεβαιώνομαι σημαίνει ~ |
    • και πείθομαι θεωρητικά και αποδέχομαι το κύρος μιας αξίας (id.)

[der of αδιαίρετος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go