Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδιάφορος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδιάφορος -η -ο [aδiáforos] Ε5 : 1α.(για πρόσ.) που δεν ενδιαφέρεται, που δε δείχνει ενδιαφέρον, περιέργεια ή φροντίδα για κπ. ή για κτ.: ~ άνθρωπος. Στέκεται / κάθεται / μένει ~. ~ για την τέχνη / την επιστήμη / την πολιτική / το ποδόσφαιρο. Tο αποτέλεσμα με αφήνει αδιάφορο. Είναι ~ για τα μαθήματά του. Kάνει / παριστάνει / καμώνεται τον ~. || ασυγκίνητος: Tα συνταρακτικά νέα τον άφησαν αδιάφορο. Έμεινε ~ στα παρακάλια μου. Ερωτικά ~, ψυχρός. β. που χαρακτηρίζει τον αδιάφορο άνθρωπο: Aδιάφορο ύφος. Aδιάφορη στάση. Έριξε μια αδιάφορη ματιά. 2. που δεν προκαλεί το ενδιαφέρον κάποιου: Mέτρια ή αδιάφορα έργα. || (έκφρ.) (μου) είναι αδιάφορο, δε δίνω καμία σημασία, το ίδιο μου κάνει: Είτε σπουδάσεις είτε όχι, μου είναι αδιάφορο. Tου είναι τελείως αδιάφορο αν… Mου είναι αδιάφορο αν θα μείνεις ή θα φύγεις. αδιάφορο αν…, ανεξάρτητα από το αν…: Aδιάφορο αν θα φύγεις ή αν θα μείνεις… 3α. (μετρ.) Aδιάφορη συλλαβή, άλλοτε μακρά, άλλοτε βραχεία. β. (φυσ.) Aδιάφορη ισορροπία. Aδιάφορο σημείο. γ. (χημ.) Aδιάφορα σώματα. αδιάφορα ΕΠIΡΡ 1. χωρίς ενδιαφέρον: Kοιτάζει ~ τον κόσμο που μπαινοβγαίνει. 2. χωρίς διάκριση: Xρησιμοποιεί ~ τους όρους παιδεία και εκπαίδευση.

[λόγ. < ελνστ. ἀδιάφορος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδιάφορος, -η, -ο [a∂iáforos & a∂jáforos]
  • ① presenting no interest, uninteresting:
    • αδιάφορη πλάση |
    • ας μιλήσουμε για αδιάφορα πράγματα |
    • οι συνομιλίες τους (ήταν) αδιάφορες (Terzakis) |
    • της είναι ~ he is indifferent to her |
    • η ποίηση απομένει γι' αυτούς... ένας ~, ξένος προς την ιδιοσυγκρασία τους, χώρος (Chatzinis) |
    • poem αδιάφορα όλα τ' άλλα κι αυτό | το Bένουσμπεργκ της γραφειοκρατίας κλ the rest is uninteresting, and that Venusburg of bureaucracy etc (Seferis)
  • ⓐ αδιάφορο no matter, e.g. αδιάφορο αν δεν κοιμήθηκες:
    • μου είναι αδιάφορο it matters little to me, I don't mind (care); μου είναι τελείως αδιάφορο that's all the same to me, it's a matter of complete indifference to me |
    • μου είναι αδιάφορο αν οι εκλογές γίνουν τώρα ή αργότερα it matters little to me whether the elections take place now or later |
    • εκτιμά τους ανθρώπους των γραμμάτων..., μικρούς ή μεγάλους, αδιάφορο whether great or small (Xenop) |
    • θα ξυπνήσης από ένα όνειρο ωραίο ή άσχημο, αδιάφορο (Karantonis) |
    • (διατηρείται η αισθητική παράδοση) αδιάφορο αν συνδυασμένη με στοιχεία βυζαντινά ή ελληνιστικά ή κλ (Kanellop)
  • ② having no interest (in), disinterested, unconcerned, nonchalant, indifferent, detached, mindless (unmindful) of, negligent, careless, apathetic:
    • ~ πολίτης unconcerned citizen |
    • ~ σύζυγος indifferent husband (syn ψυχρός) |
    • γυναίκα ερωτικά αδιάφορη |
    • αδιάφορο μυαλό unconcerned mind |
    • ύφος αδιάφορο unconcerned air; με αδιάφορο ύφος in an indifferent tone; παίρνω αδιάφορο ύφος I take on an air of indifference |
    • είμαι or μένω ~ I am indifferent |
    • κάνω or καμώνομαι τον αδιάφορο I pretend to be unconcerned |
    • το γεγονός αυτό με αφίνει αδιάφορο |
    • η νύχτα και η μέρα τού είναι το ίδιο αδιάφορες (Karyotakis) |
    • μια ηθικά αδιάφορη βούληση (amoral όχι immoral) δεν αισθάνεται αδιάφορην ευθύνη (Papanoutsos) |
    • προχώρησαν αργά, βαριά... αδιάφοροι για τη μεγάλη φθορά που τους γινόταν (Terzakis) |
    • κάθονταν... στο γραφειάκι ~, αμέριμνος (PGlezos) |
    • | ~ σε or για or προς w. acc |
    • ~ για μάθηση uninterested in learning |
    • ~ για ξένες έννοιες |
    • ~ στα προβλήματα, στις προειδοποιήσεις unmindful of the problems, of the warnings |
    • ~ προς τα πολιτικά apolitical
  • ⓑ techn t. ~ ισορροπία indifferent or neutral equilibrium

[fr MG ← K ἀδιάφορος, cpd w. AG διάφορος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες