Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδιάσπαστος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδιάσπαστος -η -ο [aδiáspastos] Ε5 : που δεν έχει διασπαστεί ή που δεν μπορεί να διασπαστεί, που δεν έχει τοπικά ή χρονικά κενά· συνεχής, σταθερός: Aδιάσπαστη αμυντική γραμμή / πολιτιστική συνέχεια / συνοχή / παράδοση / φιλία / προσοχή / ενότητα. αδιάσπαστα ΕΠIΡΡ: Ελευθερία και δημοκρατία, δύο έννοιες ~ ενωμένες.

[λόγ. < αρχ. ἀδιάσπαστος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδιάσπαστος, -η, -ο [a∂iáspastos]
  • unbreakable or unbroken, inseparable, solid, firm, strong (syn αδιάρρηκτος 1b, στερεός):
    • η εχθρική γραμμή είναι αδιάσπαστη the enemy's line is unbreakable |
    • αδιάσπαστη φιλία solid friendship |
    • αδιάσπαστοι φιλικοί δεσμοί firm friendly ties |
    • αδιάσπαστη ένωση της Eλλάδος με τη θάλασσα |
    • αδιάσπαστη συνέχεια unbroken continuity |
    • αδιάσπαστη αλυσίδα |
    • υπάρχει μια συνέχεια, μια αδιάσπαστη και ζωντανή παράδοση |
    • και τα δύο οργανωμένα σε μιαν αδιάσπαστη σύνθεση |
    • ο άνθρωπος αποτελεί μια αδιάσπαστη ενότητα |
    • όποιος... έχει μάτι να βλέπη... ταξιδεύει από μια νίκη πνεματική σε άλλη..., σε αδιάσπαστη μαγική ενότητα (Kazantz) |
    • είχαμε γίνει όλοι ένα, μια αδελφωμένη, αδιάσπαστη μάζα |
    • (ο ρωμαντισμός) είναι ~ από το έργο και από το πρόσωπο του Oυγκώ (Palam) |
    • η μορφή του Σικελιανού είναι ενιαία και αδιάσπαστη (Theotokas) |
    • (ο λόγος) βρίσκεται σε αδιάσπαστη εξάρτηση προς τις ψυχικές ιδιότητες, προς τις νοητικές ικανότητες του ανθρώπου (Karantinos)

[fr K (also PatrG), AG ἀδιάσπαστος, cpd w. *διασπαστός: διασπῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες