Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδιάρρηκτος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδιάρρηκτος -η -ο [aδiáriktos] Ε5 : 1.που δεν τον έχουν διαρρήξει, που δεν είναι διαρρηγμένος: Tο χρηματοκιβώτιο βρέθηκε αδιάρρηκτο. 2. (μτφ.) για πολύ στενή και σταθερή σχέση· άρρηκτος: ~ δεσμός. Aδιάρρηκτη συμμαχία / ενότητα / φιλία. αδιάρρηκτα ΕΠIΡΡ στη σημ. 2: ~ δεμένος με κτ. Tο δράμα στην αρχή ήταν ~ συνυφασμένο με τη λατρεία.

[λόγ.: 2: ελνστ. ἀδιάρρηκτος `που δεν έχει σπάσει΄· 1: κατά τη σημ. της λ. διαρρήκτης]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδιάρρηκτος, -η, -ο [a∂iáriktos]
  • ① unbreakable, intact (syn στερεός):
    • το χρηματοκιβώτιο είναι αδιάρρηκτο |
    • αδιάρρηκτη συμμαχία
  • ⓐ indissoluble, solid, firm, closely-knit (syn αδιάσπαστος, σταθερός, πολύ στενός):
    • αδιάρρηκτη φιλία indissoluble, firm friendship (syn αδιάσπαστη φιλία) |
    • και των τριών τονίζεται... ο ~ δεσμός με τη χώρα που τους έθρεψε (Palam) |
    • μεταξύ ελευθερίας της ανθρώπινης βούλησης και της θείας χάρης υπάρχει βαθύς και ~ σύνδεσμος (Papanoutsos)
  • ② unbroken, unviolated, intact:
    • ο κλέφτης άφησε το συρτάρι αδιάρρηκτο the thief left the drawer untouched

[fr K, PatrG ἀδιάρρηκτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες