Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδιάντροπος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
αδιάντροπος, επίθ.
  • Που δεν ντρέπεται, αναίσχυντος, αναιδής:
    • όποιος αγαπά … είναι αδιάντροπος και σκλάβος της αγάπης (Διγ. A 1951
    • αδιάντροπον κοπέλιν (Θρ. Kων/π. διάλ. 70).

[<επίθ. αδιάτροπος (πιθ. 10. αι.· βλ. LBG). H λ. το 12. αι. (LBG) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδιάντροπος -η -ο [aδiándropos & aδjándropos] Ε5 : που χαρακτηρίζεται από έλλειψη σεμνότητας, που δεν αισθάνεται ντροπή ή ενοχή, που δεν έχει ηθικές αναστολές: ~ άνθρωπος. || για αδιάντροπη συμπεριφορά: Aδιάντροπη πράξη / αισχρολογία. Aδιάντροπο φέρσιμο. || Aδιάντροπο ψέμα, πολύ μεγάλο. αδιάντροπα ΕΠIΡΡ χωρίς ντροπή· ξεδιάντροπα: Ομολογεί ~ τις απάτες / τις ακολασίες του. Mιλάει / γελάει / συμπεριφέρεται ~. Ψεύδεται ~.

[μσν. αδιάντροπος < ελνστ. ἀδιάτρεπτος (ίδ. σημ., διατρέπω `αποθαρρύνω΄) με επίδρ. της λ. εντροπή (δες στο ντροπή)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδιάντροπος, -η, -ο [a∂jándropos]
  • ① unashamed, shameless, impudent, unabashed, boldfaced, unblushing, qualmless, cheeky, pert (syn αναιδής, αναίσχυντος, θρασύς, ξετσίπωτος):
    • παντρεύτηκε μια αδιάντροπη γυναίκα |
    • δεν ήταν αδιάντροπα λόγια πουλημένων ερώτων (Palam) |
    • γυναίκες, άντρες μαζί και το παπαδικό παραστέκαν άλαλοι στ' αδιάντροπο τούτο χαροκόπι (Vlachogiannis) |
    • η πολιτική εξουσία, αυτή η αδιάντροπη εταίρα |
    • τ' αδιάντροπα προνόμια εκείνων που... φέρνουνται ωσάν να έχουν πάρει από τον Θεό της Eλλάδας το χρίσμα για να ιθύνουν τη ζωή του έθνους (Christidis) |
    • λίγο έλειψε να γίνη... ο πιο ~ πορνογράφος των αιώνων καρδινάλιος (Kanellop) |
    • βαράγαν ντουμπελέκια χορεύοντας με κουνήματα προκλητικά, γυμνοί και αδιάντροποι (KPolitis) |
    • poem κι ο ~ ξαφαντωτής κ' εσύ, δειλή παρθένα (Palam)
  • ② tactless, indiscreet, rude, brash, impolite (syn in αδιάκριτος 2):
    • αδιάντροπη ερώτηση brash question |
    • αδιάντροπη αλήθεια brutally candid truth |
    • αδιάντροπη ελευθεροστομία |
    • αδιάντροπες κουβέντες, αδιάντροπα γέλια |
    • το αδιάντροπο θάρρος των παιδιών (Palam) |
    • η παρομοίωση κάπως αδιάντροπη, μα σωστή (id.)

[fr MG αδιάντροπος, fr *αδιέντροπος, cpd w. *διέντροπος; cf αν-έντροπος, cpd w. έντροπος; the accented -ά- of αδιάντροπος influenced perh by syn αδιάκριτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες