Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αδιάντροπα, επίρρ.
-
- Xωρίς ντροπή, ασύστολα:
- ντροπή είναι … απάνω σ’ άνδρ’ αδιάντροπα να έλθεις μοναχή σου (Διγ. O 2812· Bοσκοπ. 211).
[<επίθ. αδιάντροπος. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Xωρίς ντροπή, ασύστολα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδιάντροπα [a∂jándropa] adv
- unashamedly, shamelessly, brazenly, unblushingly, cheekily, boldfacedly (syn ξετσίπωτα, χωρίς ντροπή):
- ψεύδεται ~ he brazenly lies |
- μου μίλησε, απάντησε, or φέρθηκε ~ |
- ~ του ομολογεί τις απάτες της (Thrylos) |
- ολόγυμνα κορμιά... ~ επιδεικνύουν τη γύμνια τους (Kanellop) |
- ριχνόταν τόσο ~ σ' όποιον άντρα τής άρεζε (Roufos) |
- ένα αξίωμα που όλοι το διατυμπανίζουνε ~ |
- "άλλο ο νόμος και άλλο το δίκιο" (KPolitis)
[fr late MG αδιάντροπα, der of αδιάντροπος]
- unashamedly, shamelessly, brazenly, unblushingly, cheekily, boldfacedly (syn ξετσίπωτα, χωρίς ντροπή):



