Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδιάλεχτος -η -ο [aδjálextos] Ε5 : που δεν τον έχουν ξεδιαλέξει, από τον οποίο δεν ξεχώρισαν το καλύτερο: Φρούτα αδιάλεχτα. Οι ελιές είναι ακόμη αδιάλεχτες.
[α- 1 διαλεκ- (διαλέγω) -τος με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] (διαφ. το αρχ. ἀδιάλεκτος `χωρίς συζήτηση΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδιάλεχτος, -η, -ο [a∂jálextos] (& region. αδιάλεγος)
- unselected, unsorted, taken at random (syn αξεδιάλεχτος, ant διαλεγμένος):
- αδιάλεχτο κάρβουνο unsorted coal |
- τα φρούτα πουλιούνται αδιάλεχτα |
- αδιάλεχτα αχλάδια, μήλα, σταφύλια, σύκα |
- prov phr το γαϊδούρι το λυτό τρώει χορτάρι αδιάλεχτο (Corinthia).
- unselected, unsorted, taken at random (syn αξεδιάλεχτος, ant διαλεγμένος):



