Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδιάκριτα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αδιάκριτα, επίρρ.
  • Xωρίς διάκριση, δισταγμό· χωρίς μέτρο:
    • (Στάθ. B´ 6).

[<επίθ. αδιάκριτος. H λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδιάκριτα [a∂iákrita] adv
  • ① indiscriminately, w. no exception (syn αδιακρίτως, χωρίς διάκριση, χωρίς εξαίρεση):
    • κατηγορούμενος ~ ως λωποδύτης sweepingly denounced as a rogue |
    • είναι ~... άξια κάθε κίνηση, κάθε ζήτηση, κάθε δίψα (Tsatsos) |
    • έχει την υποχρέωση η δημοκρατική πολιτεία να προσφέρη σε όλους ~ τους πολίτες της ίσες ευκαιρίες να αποκτήσουν αυτά τα προσόντα (Papanoutsos) |
    • εδίδασκεν ~ σε όλους |
    • με προσευχήν ελπιδοφόραν... ο Hλίας... προσευχήθηκε για να μη βρέξη και δεν έβρεξε (Papatsonis) |
    • χτυπούσαν ~ την τούρκικη μπαντιέρα (KRados)
  • ② without discretion, indiscreetly, tactlessly, intrusively (syn χωρίς διακριτικότητα, χωρίς λεπτότητα, χωρίς δισταγμό):
    • φέρθηκε ~ he behaved tactlessly |
    • (κανένας γνωστός μου) θα μπορούσε να με κρατήση ανύποπτα και ~ (Palam) |
    • η παρηγοριά, όταν μας παρέχεται ~..., μεγαλώνει μόνο τον πόνο μας (Vrettakos) |
    • η τέχνη ήταν να μη το υπογραμμίση ~, φορτικά, να μη το μεταβάλη σε δυσκολοαπόδεικτο θεώρημα (Terzakis) |
    • poem ό,τι να πω φοβούμαι μήπως προχωρήσω | ~ μέσ' τον κρυφό Παράδεισό σας (Malakasis)

[fr late MG αδιάκριτα, der of αδιάκριτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες