Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδιάζευκτος -η -ο [aδiázefktos] Ε5 : (λόγ.) για τον οποίο δεν έχει εκδοθεί διαζύγιο.
[λόγ. < ελνστ. ἀδιάζευκτος `αχώριστος΄ κατά τη σημ. της λ. διαζευγμένος]



