Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδιάβροχο
7 εγγραφές [1 - 7]
[Λεξικό Γεωργακά]
αδιάβροχο [a∂iávroxo] το, (& rare διάβροχο)
  • ① raincoat, waterproof, slicker, (Brit) mackintosh, (milit) trenchcoat:
    • ελαφρό ~ gossamer |
    • ~ εκστρατείας poncho |
    • καθώς την αγκάλιασε, το γυμνό του χέρι άγγιξε το κρύο αδιάβροχό της (GKazantzaki) |
    • poem μα τόσο αποξεχάστηκε στον άλλον κόσμο, Kύριε, | σα να φοράη μέσ' τη βροχή το νέο αδιάβροχό του (GStogiannidis)
  • ② waterproof fabric, oilskin, oilcloth (syn μουσαμάς) (Brit) American cloth, (Brit) mackintosh
  • ⓐ το ~ του εδάφους ground sheet (syn μουσαμάς εδάφους)
  • ③ shoem leather of oxhide for shoes (syn αδιάβροχο δέρμα)

[substantiv. n of αδιάβροχος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδιαβροχοποιημένος, -η, -ο [a∂iavroxopiiménos]
  • made waterproof, waterproofed:
    • αδιαβροχοποιημένο χαρτί |
    • αδιαβροχοποιημένα ρούχα.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδιαβροχοποίηση η [aδiavroxopíisi] Ο33 : κατεργασία με την οποία γίνεται ένα υλικό αδιάβροχο: ~ υφάσματος / δέρματος.

[λόγ. αδιαβροχοποιη- (αδιαβροχοποιώ) -σις > -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδιαβροχοποίηση [a∂iavroxopíisi] η,
  • waterproofing.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδιαβροχοποιώ [aδiavroxopió] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω κτ. αδιάβροχο: Aδιαβροχοποιημένα υφάσματα.

[λόγ. αδιάβροχ(ος) -ο- + -ποιώ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδιάβροχος -η -ο [aδiávroxos] Ε5 : 1.για κτ. που δεν το διαπερνά το νερό ή άλλο υγρό: Οι σκηνές κατασκευάζονται από αδιάβροχα υφάσματα / είναι αδιάβροχες. Aδιάβροχη συσκευασία. || Aδιάβροχο ρολόι, που δεν καταστρέφεται όταν βυθιστεί σε νερό. 2. (ως ουσ.) το αδιάβροχο, είδος πανωφοριού από αδιαβροχοποιημένο ύφασμα ή από άλλο αδιάβροχο υλικό, που προστατεύει από τη βροχή.

[λόγ.: 1: ελνστ. ἀδιάβροχος· 2: σημδ. γαλλ. imperméable]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδιάβροχος, -η, -ο [a∂iávroxos]
  • ① non-absorbent, impervious to liquids, waterproof, dampproof, moistureproof, impermeable (syn αδιαπέραστος από το νερό, αδιαπότιστος, στεγανός):
    • αδιάβροχο λαδόχαρτο |
    • αδιάβροχο ύφασμα waterproof sheeting, waterproof cloth (fabric) |
    • αδιάβροχο πανωφόρι mackintosh, raincoat |
    • αδιάβροχο κάλυμμα waterproof cover, tarpaulin |
    • λινό αδιάβροχο |
    • παπούτσια από δέρμα αδιάβροχο |
    • το δέρμα είναι από τα πιο σπουδαία όργανά μας |
    • ελαστικό, γερό, αδιάβροχο (Saratsis) |
    • poem θα κρύψω τα σπίρτα σε μέρος αδιάβροχο, να μη μουσκευτούν (ZOikonomou)
  • ⓐ το αδιάβροχο, noun, impermeability
  • ② fig impermeable, impervious to, untouched by:
    • έμεινες ~ από το πνεύμα που εγκωμιάζεις (Papanoutsos) |
    • κανένας... μεγάλος δεν πέρασε τον αιώνα του εντελώς ~ από τις επιδιώξεις του και τις λαχτάρες του (id.) |
    • ο φιλοσοφικός στοχασμός δεν είναι θρησκευτικά ~ (id.)

[fr K ἀδιάβροχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες