Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδιάβατος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδιάβατος -η -ο [aδjávatos] Ε5 : για κτ. μέσα από το οποίο δεν μπορεί ή πολύ δύσκολα μπορεί να περάσει κάποιος ή κτ.: Tο χειμώνα τα μονοπάτια στα βουνά είναι αδιάβατα. Mε τα σύγχρονα μηχανήματα ανοίγονται δρόμοι σε περιοχές που ήταν αδιάβατες. ~ έγινε ο δρόμος από τα νερά και τις λάσπες / ο κήπος από τα αγριόχορτα.

[αρχ. ἀδιάβατος με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδιάβατος, -η, -ο [a∂jávatos]
  • ① impassable, untraversable, unfordable, uncrossable (syn απέραστος):
    • αδιάβατο έδαφος impassable terrain |
    • μέρος αδιάβατο |
    • το ποτάμι έγινε αδιάβατο από την πλημμύρα the river became unfordable owing to the flood |
    • διέσχιζαν αδιάβατες ατραπούς (SKarouzou) |
    • μεταξύ του ποιητή και του εξηγητή χάσκει ένα πέλαγος αδιάβατο (Palam) |
    • το ακρογιάλι ήταν στενό κι αδιάβατο από βραχάκια (Xenop) |
    • ανάμεσά τους υπήρχε ένα κενό αδιάβατο για πάντα (Theotokas) |
    • οι μεγάλες βροχές είχαν κάνει το δρόμο... βούρκο αδιάβατο, τ' αυτοκίνητα βούλιαζαν (Terzakis) |
    • τους έστειλε... σε άλλες πηγές δόξας, πέρα απ' τον μεγάλο και αδιάβατον ως τότε ωκεανό (Papatsonis) |
    • poem βουνά, φαράγγια, αδιάβατα ποτάμια (Sikel)
  • ② difficult to pass through, impenetrable (syn αδιαπέραστας 2b, αδιείσδυτος 1):
    • το δάσος είναι πολύ πυκνό και αδιάβατο

[fr AG ἀδιάβατος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες