Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αδηφαγία
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδηφαγία η [aδifajía] Ο25 : 1.η χωρίς όρια πολυφαγία. 2. (μτφ.) πολύ μεγάλη απληστία.

[λόγ. < αρχ. ἀδηφαγία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδηφαγία [a∂ifayía] η, (L)
  • voracity, gluttony (syn αχορτασιά, λαιμαργία, πολυφαγία):
    • δεν ενδιαφέρονται για τίποτε άλλο παρά για την ~.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go