Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδερφή
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αδερφή η,
βλ. αδελφή.
[Λεξικό Γεωργακά]
αδερφή [a∂erfí] η, (& αδελφή) pl αδερφές & αδερφάδες
  • ① sister:
    • έχω μια ~ και δύο αδερφούς |
    • σαν αδελφή in a sisterly fashion, like a sister |
    • gnom χαρά και λύπη είν' αδερφάδες joy and sorrow succeed each other |
    • πώς να βγουν οι μικρότερες αδερφάδες πιο άξιες και πιο χαριτωμένες στον κόσμο (Eftaliotis) |
    • η ποίηση θα πρέπη να είναι αδελφή ασυμφιλίωτη με τη φιλοσοφία, μολονότι είναι οπωσδήποτε ~ της (Chourmouzios) |
    • folks. τρεις αδερφάδες είμαστε κ' οι τρεις κακογραμμένες |
    • poem σώπα, σώπα! θυμήσου πως έχεις, θυγατέρα, γυναίκα, αδελφή (Solom) |
    • ξέρω δυο λίμνες ξωτικές, δυο λίμνες αδερφάδες, | με του χωριού, με του νερού, με του χλωρού τα κάλλη (Palam) |
    • άνθη, πουλιά, δεν βρίσκεται μαζί σας | η αδελφή σας (Malakasis) |
    • (ο Xάρος) και σκύβοντας απάνω τους σαν αδελφή, όχι ως μάνα (Ouranis) |
    • λευκή η ψυχή· σα νύφη τ' ουρανού, | των άστρων αδελφή των μακρυσμένων (Xydis)
  • ② effeminate boy or young man, sissy (syn θηλυπρεπής τύπος)
  • ⓐ effeminate male homosexual, queen (syn ένας γυναικωτός, τοιούτος, ομοφυλόφιλος)

[fr MG αδελφή, αδερφή ← K, also PatrG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες