Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδελφοποιτός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδελφοποιτός ο [aδelfopitós] & αδερφοποιτός ο [aδerfopitós] Ο17 : 1.(ιστ.) αυτός που συνδέεται με κπ. με δεσμούς αδελφοποίησης· σταυραδερφός. 2. (παρωχ.) αδελφικός φίλος.

[μσν. αδελφοποιτός < αδελφοποιητός (με αποφυγή της χασμ.) < αδελφοποιη- (αδελφοποιώ) -τός· τροπή [lf > rf] κατά το αδελφός > αδερφός]

[Λεξικό Κριαρά]
αδελφοποιτός ο.
  • 1) Aυτός που γίνεται αδελφός κάπ. με τη διαδικασία της αδελφοποίησης:
    • (Xρον. Mορ. H 3936).
  • 2) Στενός φίλος:
    • (Πουλολ. AZ 55).

[<ουσ. αδελφοποιητός (10. αι., LBG, Soph.) <αδελφοποιώ (4.-5. αι., DGE). H λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες