Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδελφοκτονία η [aδelfoktonía] Ο25 : φόνος μεταξύ αδελφών: Ο δράστης προσπάθησε να παρουσιάσει την ~ σαν δράμα τιμής. || (επέκτ.) φόνος ομοεθνή, ομόθρησκου ή, γενικότερα, συνανθρώπου.
[λόγ. < ελνστ. ἀδελφοκτονία]
[Λεξικό Κριαρά]
- αδελφοκτονία η.
-
- Φόνος αδελφού:
- (Γλυκά, Στ. 436).
[μτγν. ουσ. αδελφοκτονία. H λ. και σήμ.]
- Φόνος αδελφού:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδελφοκτονία [a∂elfoktonía] η, (& rare αδελφοχτονία) (L)
- ① murder of a brother or sister, fratricide, sororicide (syn αδερφοσκοτωμός 1):
- σαν ένα δράμα τιμής ανακοίνωσε η αστυνομία στον τύπο την ~ (Xenop) |
- καθημερινής χρήσεως η βεντέτα, η ~, η παιδοκτονία (Palaiologos) |
- εγκλήματα φρικιαστικά που διαπράττονται από τις πρώτες τάξεις του δημοτικού· με το "καλημέρα σας" η ~ του Άβελ (id.) |
- ο ποιητής χρησιμοποιεί... το θηβαϊκό μύθο της αδελφοχτονίας των γιων του Oιδίποδα (Chourmouzios)
- ② killing of fellow countrymen or fellow human beings, civil war or world-wide war (syn αδερφοσκοτωμός 3, εμφύλιος or οικουμενικός πόλεμος):
- (είναι) θλίψη για τον πνευματικό άνθρωπο να βλέπη τις φλέβες της νέας γενεάς να αιμορραγούν από ~ (Theodorakop) |
- η θύελλα... δεν απλώνεται, δεν γίνεται ~ οικουμενική (Papanoutsos)
[fr MG ← K ἀδελφοκτονία]
- ① murder of a brother or sister, fratricide, sororicide (syn αδερφοσκοτωμός 1):