Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αδελφικώς
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
αδελφικώς, επίρρ.
  • 1) Mε τρόπο που ταιριάζει σε αδελφούς:
    • περιλαμβάνουν σπλαχνικά, αδελφικώς φιλούσιν (Bέλθ. 73).
  • 2) Mε τρόπο που ταιριάζει σε φίλους, φιλικά:
    • εκαθέστημεν εκεί αδελφικώς γευθήναι (Παϊσ., Iστ. Σινά 1722).

[μτγν. επίρρ. αδελφικώς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go