Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αδαμαντοπωλείο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδαμαντοπωλείο το [aδamandopolío] Ο39 : κατάστημα όπου πωλούν διαμάντια ή άλλους πολύτιμους λίθους.

[λόγ. αδαμαντοπώλ(ης) -είον]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδαμαντοπωλείο [a∂amandopolío] το,, (L)
  • jewelry shop

[cpd w. -πωλείον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go