Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδαημοσύνη
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδαημοσύνη η [aδaimosíni] Ο30 : η ιδιότητα του αδαούς ανθρώπου, του ανθρώπου που δεν έχει γνώσεις ή πείρα σχετικά με κτ.: Aνεπίτρεπτη / απαράδεκτη ~.

[λόγ. < αρχ. ἀδαημοσύνη, διαφ. γραφή του ἀδαημονία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδαημοσύνη [a∂aimosíni] η,, (L)
  • lack of knowledge, inexperience:
    • ντρέπεται για την ~ και την αμάθειά του |
    • δεν επιτρέπεται να τ' αντιμετωπίζη κανείς (sc τα προβλήματα) με τόσην ελαφρότητα και ~ (Papanoutsos) |
    • μόνο ~ και αστοχασιά μαρτυρούν εκείνοι που φαντάζονται πως μπορούν να το βαστάξουν μόνοι τους ολόκληρο (Christidis)
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες