Παράλληλη αναζήτηση
| 8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αδές, επίρρ.· αδέ.
-
- α) Aν δεν, αν όχι, αλλιώς:
- αν έχετε, δειπνήσετε κι εσείς, πάλι αδέ, ’ξά σας (Φορτουν. Ε´ 400)·
- β) ειδεμή:
- (Φορτουν. Γ´ 196)·
- γ) εκφρ. αδές αλλιώς, βλ. αλλέως· αδέ καν ου, βλ. καν.
[<έκφρ. αν δεν· πβ. και αν εκφρ. O τ. αδέ, καθώς και τ. αδέν, στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. (Λαμπρινός 1981: 253-4)]
- α) Aν δεν, αν όχι, αλλιώς:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδέσμευτα [a∂ézmefta] adv
- unobstructedly, in an uninhibited or unhampered way, freely (syn ανεμπόδιστα, ελεύθερα):
- (η φιλολογία)... ανοίγει δική της περπατησιά ~ αλλά όχι άσχετα από τις ζητήσεις για το αληθινό κλ (Dimaras) |
- αποστολή του... είναι πάντα να εκφράζη ~ τον μέσα του κόσμο (Tsatsos) |
- γεννούν ~ ελπίδες στην ελληνική κυβέρνηση (Christidis) |
- οι σχολαστικές ενότητες χρόνου, τόπου και πλοκής δεν υπήρχαν κι ~ προχωρούσε η δράση (Papatsonis) |
- poem δεν υποκύπτεις πια σε εξωτερικούς ερεθισμούς | βλέπεις ~ όσα πρέπει να δης (MDimakis)
[der of αδέσμευτος]
- unobstructedly, in an uninhibited or unhampered way, freely (syn ανεμπόδιστα, ελεύθερα):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδέσμευτος -η -ο [aδézmeftos] Ε5 : 1α.που δεν είναι δεσμευμένος με κάποια συμφωνία ή υποχρέωση, που δεν υπόκειται σε περιορισμούς τους οποίους δημιουργεί οποιαδήποτε εξάρτηση: Λέω ελεύθερα τη γνώμη μου, γιατί είμαι ~ από κομματικούς μηχανισμούς. || για κπ. που δεν έχει κάποια μόνιμη ερωτική σχέση, που είναι ελεύθερος. β. που χαρακτηρίζει έναν αδέσμευτο άνθρωπο: Έχει αδέσμευτη γνώμη / σκέψη. H τέχνη πρέπει να είναι ιδεολογικά αδέσμευτη. 2. για κράτη που δεν ανήκουν σε συνασπισμούς και ειδικότερα, για τα κράτη που δεν ανήκαν ούτε στον ανατολικό ούτε στο δυτικό συνασπισμό: Οι αδέσμευτες χώρες. || (ως ουσ.) οι αδέσμευτοι: Διάσκεψη των αδεσμεύτων.
αδέσμευτα ΕΠIΡΡ στη σημ. 1, ελεύθερα, ανεξάρτητα: Εκφράζεται / ενεργεί ~. [λόγ. < ελνστ. ἀδέσμευτος `χωρίς δεσμά΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδέσμευτος, -η, -ο [a∂ézmeftos]
- ① untied, unfettered, fetterless, unshackled, not bound, unrestricted, free (syn ανεμπόδιστος, ελεύθερος):
- ~ άνθρωπος |
- ~ από σχήματα |
- ~ από προλήψεις, συμφέροντα και φόβους, αντιδράσεις των δυνατών (Vacalop) |
- αδέσμευτη ανεξαρτησία unfettered independence |
- αδέσμευτη κρατική εξουσία |
- αδέσμευτη υποστήριξη support w. no strings attached |
- φαντασία αδέσμευτη και ελεύθερη |
- αδέσμευτη σκέψη |
- ελευθερία της αδέσμευτης φιλοσοφικής σκέψης |
- αδέσμευτη τέχνη |
- αδέσμευτη ατομική πρωτοβουλία |
- ~ επιστημονισμός |
- ο ορθός λόγος ~ από κάθε πίστη |
- δυνάμεις αδέσμευτες από ηθική υποχρέωση και κύρωση |
- έμπνευση αδέσμευτη από θεολογικούς περιορισμούς |
- αδέσμευτη άνθηση της ανθρώπινης προσωπικότητας |
- αδέσμευτες χώρες, αδέσμευτα κράτη, αδέσμευτη πολιτική free policy |
- gnom όταν η θέληση είναι αδέσμευτη, η ψυχή είναι δυνατή και ωραία (Vrettakos) |
- η λογική διαφέρει από τη ρητορική..., η μια είναι συγκρατημένη, ενώ η άλλη αδέσμευτη (id.) |
- (οι μωροί) νομίζουν ότι είναι ελεύθεροι, όταν δίνωνται αδέσμευτοι στα πάθη που τους εξευτελίζουν (Papanoutsos) |
- η αυθόρμητη τάση του κάθε ανθρώπινου πλάσματος... προς το αδέσμευτο λουλούδισμα της ατομικότητάς του μέσα στην πραγματικότητα της σάρκας και του πνεύματος (Theotokas) |
- η τέχνη είναι το πιο αδέσμευτο, αλλά και το πιο αιματηρό παιχνίδι (Chatzinis) |
- το ελεύθερο θέατρο..., αβοήθητο και συνεπώς αδέσμευτο, κινείται κατά τα γούστα και κατά το συμφέρον του (Palaiologos) |
- (την πολιτική μας πορεία) τη βλέπουμε με μάτι αδέσμευτο από κομματικές προσπελάσεις |
- δυνάμεις... του αφαιρούσαν (sc του ποιητή)... την ελευθερία, το αδέσμευτο φτερούγισμα της ψυχής προς τη χώρα του ονείρου (Dimaras) |
- (αφίνει) την έκφρασή του αδέσμευτη από οποιαδήποτε ωφελιμιστική σκέψη ή κρατική επέμβαση (Papatsonis) |
- poem σκοτάδι ανεμπόδιστο κι αδέσμευτο (Karelli) |
- δικά μου και τα ψάρια που αδέσμευτα το υγρό στοιχείο κατοικούνε (Pavleas)
- ⓐ without ties, unpledged, non-aligned (syn ανεξάρτητος, ουδέτερος):
- τ' αδέσμευτα έθνη
- ⓑ uninhibited, unhampered (syn ανεμπόδιστος):
- ~ από κανονισμούς unhampered by rules
- ② free fr obligations, under no obligation (to s.o.), uncommitted (syn όχι υποχρεωμένος, ελεύθερος):
- είναι ~ απέναντί μου is under no obligation to me |
- αδέσμευτη υποστήριξη support without strings attached |
- poem πια εδώ κάτου δεν τους κράταγε η Aνάγκη, μόνο κάποιος θείος Έρωτας ~ (Palam)
[fr MG αδέσμευτος, cpd w. *δεσμευτός: δεσμεύω]
- ① untied, unfettered, fetterless, unshackled, not bound, unrestricted, free (syn ανεμπόδιστος, ελεύθερος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδέσποτα [a∂éspota] adv
- in a stray or unfounded way:
- κυκλοφόρησε ~... η φήμη πως είμαστε απέναντι σ' ένα σημείο, όπου συνδέονται οι Γερμανοί με τους Iταλούς (Theotokas) |
- θα πετούσε κι αυτό (sc το λογικό μας) ~ από τη μια εικόνα στην άλλη (Theodorakop) |
- είναι φυσικό... (τα βιώματα)... να μην κυκλοφορούν ~ κ' επικίνδυνα μέσα στον ορίζοντα της ψυχής τους (id.)
[der of αδέσποτος]
- in a stray or unfounded way:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδέσποτο [a∂éspoto] το,
- lack of ownership, freedom fr being owned:
- ο Θεός... δεν τον στέρησε (sc τον άνθρωπο) φυσικά το κάλλιστο και πολυτιμότατο |
- το ~ και αυτεξούσιο (Tatakis) |
- η ελευθερία του ανθρώπου και το ~ της αρετής είναι συνάλληλα (Theodorakop)
[substantiv. n of αδέσποτος]
- lack of ownership, freedom fr being owned:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδέσποτος -η -ο [aδéspotos] Ε5 : 1α.για κατοικίδιο κυρίως ζώο, που δεν έχει κύριο, που περιφέρεται ελεύθερο: Aδέσποτα σκυλιά. || (ως ουσ.) τα αδέσποτα: Ο μπόγιας κυνηγάει τα αδέσποτα. β. (νομ.) για πράγμα επάνω στο οποίο δεν έχει κανένας κυριότητα: Aδέσποτη κληρονομιά. || (προφ.) για αντικείμενο που δεν ξέρουμε σε ποιον ανήκει: Στην αυλή του σχολείου βρίσκεις αδέσποτες τσάντες, μπάλες κτλ. || Aδέσποτη σφαίρα, που ρίχνεται τυχαία, χωρίς να έχει συγκεκριμένο στόχο: Aρκετοί πολίτες σκοτώθηκαν από αδέσποτες σφαίρες, κατά τη διάρκεια των οδομαχιών. || (ως ουσ.) η αδέσποτη: Tον βρήκε μια αδέσποτη. 2. για πληροφορία που προέρχεται από άγνωστη ή ύποπτη πηγή: Mην πιστεύεις τις αδέσποτες φήμες που κυκλοφορούν.
αδέσποτα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀδέσποτος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδέσποτος, -η, -ο [a∂éspotos]
- ① without owner, not owned, of unknown ownership, masterless, unclaimed, stray (syn αγνώστου κατόχου):
- αδέσποτο πράγμα, πλοίο derelict object, ship |
- ~ τόπος |
- αδέσποτα δημόσια κτίρια |
- αδέσποτο κινητό (πράγμα) |
- τα αδέσποτα ακίνητα... ανήκουν στο δημόσιο (Christidis) |
- αδέσποτα εδάφη |
- κάμποι αδέσποτοι |
- hist (Turkokratia) χωριά αδέσποτα, αδέσποτες εκτάσεις (mahlul) (Vacalop) |
- ~ σκύλος stray dog |
- μουλάρια αδέσποτα |
- αδέσποτη σφαίρα stray bullet |
- σκοτώθηκε από αδέσποτη σφαίρα |
- έπεφταν αδέσποτα βλήματα γύρω από το σπίτι |
- αδέσποτη βόμβα stray bomb |
- αδέσποτη μαρτυρία bit of evidence of unknown origin |
- θυμήθηκε... και το... αδέσποτο μοτίβο που... δεν έπαυε να του δέρνη το μυαλό (Psichari) |
- στα χαρτιά του συγγραφέα βρίσκεται ένα αδέσποτο σημείωμα (Vlachogiannis) |
- η νέα γλώσσα μας δεν είναι μια γλώσσα πρωτόγονη, αδέσποτη και ακαταλόγιστη, όπου μπορεί ο καθένας να κάνη... ό,τι του σφυρίξη (Theotokas) |
- για τη ματεριαλιστική άποψη ο κόσμος είναι έδαφος αδέσποτο (Theodoridis) |
- η αρετή είναι κάτι αδέσποτο· καταπώς την τιμάει ή την περιφρονάει ο καθένας θα μεταλάβη απ' αυτή πιο πολύ ή πιο λίγο (Theodorakop) |
- poem σαν το γλαρόνι μέσα μου φτερούγιαζεν | αδέσποτη η ψυχή μου να πετάξη (Skipis) |
- μα όλες οι τότε μου χαρές ήταν αδέσποτα πουλιά (Lapathiotis) |
- οι φωνές οι αδέσποτες της ερημίας (Elytis) |
- η σελήνη, αδέσποτη κόμισσα, | ξέχασε το επιχρυσωμένο αραβούργημά της (NPappas)
- ② of unknown provenience, anonymous, unsubstantiated, unauthentic, unfounded, irresponsible (syn άγνωστος, αβάσιμος, ανεύθυνος):
- αδέσποτη είδηση bit of news of unknown origin |
- αδέσποτη φήμη unfounded rumor |
- ήταν μια φήμη αδέσποτη κι ακράτητη που την ακολούθησαν διαταγές ορμητικές (Theotokas) |
- είχε ανακοινωθή τότε από αδέσποτη, δηλαδή ανεύθυνη και κυβερνητική συνάμα, πηγή πως κλ (Christidis)
[fr K, AG ἀδέσποτος, cpd w. δεσπότης]
- ① without owner, not owned, of unknown ownership, masterless, unclaimed, stray (syn αγνώστου κατόχου):



