Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδέκαρος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδέκαρος -η -ο [aδékaros] Ε5 : (οικ.) που δεν έχει δεκάρα, που δεν έχει καθόλου ή που έχει ελάχιστα χρήματα· απένταρος: Ξόδεψα όλο μου το μισθό και έμεινα ~. Είμαι ~, δεν έχω να αγοράσω ούτε ένα ζευγάρι παπούτσια. || πολύ φτωχός: Ο γαμπρός που έδωσε στην κόρη του είναι ~. Tην πήρε αδέκαρη, άπροικη.

[α- 1 δεκάρ(α) -ος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδέκαρος, -η, -ο [α∂ékaros] colloq
  • having no money at all, penniless, broke (syn απένταρος, άφραγκος, άψιλος):
    • ψώνισε κ' έμεινε ~ |
    • είμαι ~ I don't have one penny, I 'm broke |
    • idiom phr ~ και γαμπρός |
    • να πάρη κανείς από υπολογισμό μια πολύφερνη, κάτι πάει κ' έρχεται· αλλά μια αδέκαρη; με ποιον υπολογισμό να την πάρης; (Melas) |
    • βλέπετε οργανισμούς αδέκαρους να καταπιάνωνται με μεγάλα έργα (Palaiologos) |
    • ~, χρεωμένος, ξένοιαστος (Roufos) |
    • πέντε αδερφάδες αδέκαρες... δούλευαν, μα η δουλειά της γυναίκας τι πληρώνεται; ούτε το ψωμί της (DMalamou)

[cpd w. δεκάρα; cf απένταρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες